Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

απολύω, απορρίπτω, δίνω το ελεύθερο,, επιτρέπω να φύγει.

         
dismiss

         

Ερμηνεία:

To ρήμα dismiss έχει ποικίλες έννοιες, όπως:1. Επιτρέπω να φύγεις ή επιτρέπω την αποχώρηση. 2. Απολύω. 3. Απορρίπτω. 4. Δεν χρειάζεται να ακούσω περισσότερα, π.χ. ο ή η δικαστής στο δικαστήριο.

To ουσιαστικό dismissal σημαίνει απόρριψη.



Ετυμολογία:



Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

The Fundamentals of Resident Dismissal. Schenarts PJ, Langenfeld S.Am Surg. 2017 Feb 1;83(2):119-126.

Work Ability as Determinant of Termination of Employment: To Resign or Be Dismissed? Martinez MC, Fischer FM.J Occup Environ Med. 2019 Jun;61(6):e272-e281. 

[Difficult decision: dismissed in the trial period].Heinemeyer C.Pflege Z. 2014 Mar;67(3):129.

Dismissed researcher wins court battle. Abbott A.Nature. 2009 Apr 2;458(7238):558-9.



Συνώνυμα:





 Δείτε σχετικές φωτογραφίες της Google »


© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Ιατρική της εργασίας: